- δυσίμερος
- δυσίμερος, -ον (Α)1. ανεπιθύμητος, δυσάρεστος2. βασανισμένος από έρωτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσίμερος — torments of love masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσίμερον — δυσίμερος torments of love masc/fem acc sg δυσίμερος torments of love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσιμέρου — δυσίμερος torments of love masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσίμερα — δυσίμερος torments of love neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσίμερε — δυσίμερος torments of love masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek